- έκλογος
- (I)ἔκλογος, ο (Α)1. διήγηση2. ισολογισμός.————————(II)ἔκλογος, -ον (AM)μσν.παράλογοςαρχ.εκλεκτός, διαλεχτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔκλογον — ἔκλογος tale masc/fem acc sg ἔκλογος tale neut nom/voc/acc sg ἔκλογος tale masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλόγου — ἔκλογος tale masc/fem/neut gen sg ἔκλογος tale masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλόγων — ἔκλογος tale masc/fem/neut gen pl ἔκλογος tale masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκλογα — ἔκλογος tale neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek